Το τελευταίο διάστημα και
ειδικά μετά το δημοψήφισμα και τις πρόσφατες Εθνικές εκλογές, έχει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς καθημερινά την αντιπαράθεση
μεταξύ της Κυβέρνησης και των κομμάτων της Αντιπολίτευσης και κυρίως της
Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Χρονικά απέχουμε από το δημοψήφισμα κάτι λιγότερο από δέκα μήνες και από τις εκλογές μόλις 7 μήνες. Τα χρονικά διαστήματα αυτά, ενώ στην πραγματικότητα είναι πολύ μικρά, φαντάζουν πλέον πολύ μεγαλύτερα υπό τη λογική του συμπιεσμένου πολιτικού και των πυκνών γεγονότων που περιέχουν.
Από την υπογραφή του πρώτου μνημονίου και μετά, η πολιτική χρονολωρίδα στην Ελλάδα έχει έτσι και αλλιώς αποκτήσει διαφορετικό τρόπο κατάτμησης και τοποθέτησης οροσήμων, που ναι μεν δεν απέχουν πολύ μεταξύ τους, όμως περικλείουν σύνθετα πολιτικά φαινόμενα που ενίοτε έχουν και αυτοτελή χαρακτηριστικά. Τα κόμματα βέβαια συμμετέχουν σε αυτή τη λογική καθώς οι συμπεριφορές και οι θέσεις τους μεταβάλλονται καθοριστικά πριν και μετά από αυτά τα ορόσημα.
Για παράδειγμα, έχουμε το ΠΑΣΟΚ πριν το Καστελόριζο και μετά από αυτό, μια καθοριστική τομή σχετικά με τη συνολική συνειδητοποίηση του δημοσιονομικού ζητήματος και της κρίσης χρέους της χώρας. Έχουμε τη ΝΔ πριν το πρώτο μεσοπρόθεσμο και μετά από αυτό, επίσης μια σημαντική τομή ως προς ένα μεγάλο κομματικό πυλώνα του πολιτικού μας συστήματος. Έχουμε το ΣΥΡΙΖΑ πριν το δημοψήφισμα και μετά από αυτό, σε μια ίσως από τις πιο δραματικές μεταβολές πολιτικών θέσεων που έχουν παρατηρηθεί στη σύγχρονη πολιτική Ιστορία της χώρας, κυρίως γιατί επρόκειτο για αλλαγή πολιτικής συμπεριφοράς στον πυρήνα του ιδεολογικού περιεχομένου ενός κόμματος και μάλιστα της Αριστεράς.
Θα μπορούσε κανείς να σταχυολογήσει πλήθος άλλων τομών που θα είχε τη δυνατότητα να μελετήσει είτε αυτόνομα, είτε ως παράγωγα των παραπάνω. Η ουσία είναι ότι μετά το 2010, οι πρωταγωνιστές του πολιτικού συστήματος έχουν παρουσιάσει οβιδιακές μεταμορφώσεις και ελάχιστα μπορούν πλέον να επικαλεστούν ως «άγκυρες» στην πολιτική τους τροχιά. Κορυφογραμμή αυτών των μεταβολών αποτελεί βέβαια η μεταβολή των εκλογικών ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, ενός κόμματος που από το 4,6 % του Οκτωβρίου του 2009, έφθασε το 35,4 % το Σεπτέμβριο του 2015, μετά από 4 εκλογικές αναμετρήσεις (χωρίς το δημοψήφισμα), εκ των οποίων είχε κερδίσει μόλις μια προηγούμενη, με ποσοστό 36,3 %, τον Ιανουάριο του 2015.
Οι βασικοί πόλοι της πολιτικής αντιπαράθεσης μετά από όλο αυτό το διάστημα είναι πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ, με τη δεύτερη να έχει σταθεροποιηθεί μετά τους τριγμούς που προκλήθηκαν από τις δικές της μεταμορφώσεις και να βρίσκεται πια σε περίοδο μιας ευρύτερης αναδιάταξης με βασική της – ίσως – εκκρεμότητα την τελική της «αυτοτοποθέτηση» μεταξύ Κέντρου και Δεξιάς, σε μια αναζήτηση που μόνη της επαναφέρει συνεχώς και έχει πια αρχίσει να θυμίζει την εικόνα του σκύλου που με μανία κυνηγάει την ουρά του. Η συζήτηση, που επίσης συντηρείται από την ίδια, σχετικά με την ενσωμάτωση ή μη, στελεχών από το χώρο του ΠΑΣΟΚ, ή της διαβόητης «ομάδος Σημίτη», δεν βοηθά τα πράγματα, παρά προσθέτει πολυπλοκότητα καθώς στην παραπάνω εικόνα με το σκύλο, μάλλον βάζει στο παιχνίδι και τη γάτα, την οποία ματαίως ο σκύλος προσπαθεί να κυνηγήσει ταυτοχρόνως με την ουρά του.
Από την άλλη πλευρά ο ΣΥΡΙΖΑ, που πρόλαβε κιόλας να δημιουργήσει ένα παράγωγο στο πολιτικό σύστημα μετά τη δική του μεταστροφή, τη ΛΑΕ, παλεύει ακόμα – επίσης μάταια – να ευθυγραμμίσει τις θέσεις του πριν και μετά το δημοψήφισμα. Συνδυάζοντας αυτό το γεγονός με την επιθυμία που δείχνει να λάβει «ηγεμονική» θέση στο χώρο της Κεντροαριστεράς, γίνεται εύκολα κατανοητή η δυσχέρεια του εγχειρήματος. Αν προσθέσουμε και την αναπόφευκτη κυβερνητική φθορά, τότε η πολυπλοκότητα και για το κόμμα αυτό αυξάνεται δραματικά τόσο από πλευράς διακηρυγμένων κομματικών θέσεων όσο και από πλευράς διαχείρισης ενός καταφανώς μπερδεμένου ακροατηρίου.
Για το ΠΟΤΑΜΙ, την Ένωση Κεντρώων και τη Δημοκρατική Συμπαράταξη (ΠΑΣΟΚ/ΔΗΜΑΡ) τα πράγματα είναι πολύ νεφελώδη για να μπορέσουν να λάβουν αποφασιστικά μέρος στη γενικότερη αντιπαράθεση. Γιατί όσο συντηρείται «ψυχολογικά», είτε το ενδεχόμενο μιας κυβερνητικής σύμπραξης με τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε η θεωρία της μεγαλύτερης ιδεολογικής συγγένειας μαζί του (αποκορύφωμα η αίτηση ένταξης της Ε.Κ. στη Σοσιαλιστική Διεθνή), τόσο μειώνεται η ισχύς μιας ουσιαστικής αντιπαράθεσης ή μιας αμφισβήτησης της «ηγεμονίας» του στο «χώρο», που έτσι και αλλιώς είναι και καταγεγραμμένη με όρους εκλογικής δύναμης.
Από όσα αναφέρθηκαν, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι εντός του συνόλου του πολιτικού συστήματος και ειδικά σε επίπεδο Κοινοβουλίου, η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ κινείται με προνομιακούς όρους στο πεδίο της αντιπαράθεσης, ακόμα και επί του συνόλου των κομματικών σχηματισμών, ως μετάφραση των πολιτικοϊδεολογικών συσχετισμών.
Αν μετακινηθούμε στο επίπεδο των πολιτικών επιχειρημάτων, και εκεί ο Τσίπρας ως Πρωθυπουργός, παρουσιάζει πλεονέκτημα και ας φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο. Ο αντιπολιτευτικός λόγος της Αξιωματικής Αντιπολιτευσης παρότι έχει πληθώρα επιχειρημάτων, μπορεί να συμπεριλάβει αμέτρητα παραδείγματα αντιφάσεων και διαψευσμένων προσδοκιών, παρότι στοιχειοθετείται με πλήθος αναντιστοιχιών της Κυβέρνησης, δεν δείχνει να μπορεί να πείσει την κοινωνία και κυρίως εκείνους τους διαμορφωτές ή παραγωγούς γνώμης που θα τον απογειώσουν και θα τον κάνουν κοινό τόπο κοινωνικά, έτσι ώστε να μπορεί να μεταφραστεί σε αδιαμφισβήτητα πλειοψηφικό εκλογικό ρεύμα.
Εντοπίζω τα αίτια του φαινομένου αυτού σε ορισμένους κρίσιμους παράγοντες. Πρώτον, έχουν ξεχάσει πολλοί την προεκλογική περίοδο των εκλογών του Ιανουαρίου του 2015. Έχουν ξεχάσει ότι τότε, παρά την ακατάσχετη υποσχεσιολογία του Τσίπρα, ο κόσμος «δεν έτρωγε σανό» – όπως αρέσκονται να λένε πολλοί – αλλά του ζητούσε να κάνει από τα δέκα που έλεγε, έστω το ένα. Ήταν δηλαδή ήδη πολύ χαμηλά ο πήχης των προσδοκιών του εκλογικού σώματος. Και τολμώ να πω ότι όσο περισσότερα υποσχόταν ο ΣΥΡΙΖΑ, τόσο έπεφτε αυτός ο πήχης. Και αυτό ήταν ήδη προεκλογικά μια διαμορφωμένη σύμβαση, αποτέλεσμα της όλης πορείας της χώρας από το 2010 και μετά.
Δεύτερον, η ΝΔ είχε περάσει ήδη στη φάση της δικής της «κρίσης ειλικρίνειας», επιλέγοντας όμως ισοπεδωτικές αναφορές με όρους κοινωνικών, επαγγελματικών και οικονομικών κατατμήσεων. Είχε δηλαδή επιλέξει να «εξαιρεί» κρίσιμες μάζες του πληθυσμού στην εκφορά του λόγου της και η ρητορική της σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπέρασε τα όρια του «ελιτισμού» λειτουργώντας στρεβλωτικά ακόμα και για εκείνους που ενστερνίζονταν αυτή την τακτική. Διότι μοιραία, κάποιος μπορεί να αρέσκεται στο να αποτελεί τον μη εξαιρούμενο, όταν όμως βλέπει ότι το σύνολο των «εξαιρούμενων» όλο και αυξάνεται, ακόμα και υποσυνείδητα μπαίνει στη διαδικασία να σκεφτεί ότι ίσως να είναι ο επόμενος που θα εξαιρεθεί αφού έγινε με τέτοια ευκολία για τους προηγούμενους.
Τρίτον, και αυτό φάνηκε πρόσφατα, η ΝΔ παλεύει με τον Τσίπρα εκτός των «προνομιακών» του χώρων, καταλήγοντας σε άσφαιρες βολές. Δείτε για παράδειγμα, ότι ενώ για τη «Μακεδονία» του Μουζάλα ο Τσίπρας πέρασε εύκολα τον κάβο, στην περίπτωση του Jan Fabre η αναδίπλωση ήταν άμεση και άτακτη. Διότι εκεί αγγίχτηκε ένας χώρος που αποτελεί «ιερή περιοχή» για τον Τσίπρα και στον οποίο απολαμβάνει σημαντικής υπεροχής.
Όσο λοιπόν η Αξιωματική Αντιπολίτευση δεν κινείται σε προνομιακούς χώρους για τον Τσίπρα, δύσκολα θα έχει αποτελέσματα, ή τουλάχιστον θα τα έχει αργά και με περιορισμένη εμβέλεια. Θεωρώ ότι ακόμα και όταν γίνει κατανοητός ο ορυμαγδός των νέων μέτρων, πάλι ο Τσίπρας θα έχει το προβάδισμα στο πεδίο της αντιπαράθεσης με τους «ιερούς χώρους» του εκτός συζήτησης.
Αν κανείς διαβάζοντας αυτό το κείμενο σκεφτεί ότι η τακτική της ΝΔ πρέπει να μιμηθεί τον ΣΥΡΙΖΑ, έχει λάθος. Η ΝΔ πρέπει να ασκήσει αντιπολίτευση διαπερνώντας όμως όλους τους «προνομιακούς χώρους» του ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκοντας μέσα σε αυτούς τα στοιχεία που ταιριάζουν με τις δικές της θεμελιώδεις θέσεις και αναδεικνύοντας το «άλλο», όχι κόντρα και στείρα στη ρητορική της Κυβέρνησης, αλλά διαφορετικά σε σχέση με αυτή. Γιατί, για παράδειγμα, φιλελεύθερος δεν είναι μόνο ο «επενδυτής» ή ο «επιχειρηματίας» (που μπορούν κάλλιστα να γίνουν Αριστεροί αν αυτό επιτάσσουν τα συμφέροντά τους). Γιατί κοινωνικά ευαίσθητος δεν είναι μόνο ο Κεντροαριστερός, αλλά και ο φιλελεύθερος που πιστεύει και επιζητά την κοινωνική πρόνοια. Γιατί «νοικοκύρης» δεν είναι μόνο ο επαγγελματίας που τα φέρνει δύσκολα βόλτα, αλλά και ο εργαζόμενος και ο υπάλληλος και ο μισθωτός που επιλέγει να κόψει δαπάνες προκειμένου να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του.
Εδώ πια τίθεται όμως και ένα άλλο παράλληλο ζήτημα ως παρατήρηση. Ότι πλέον αναζητούνται με περισσότερη δυσκολία οι διαφορές απ’ ότι οι ομοιότητες. Η μεγάλη εικόνα δείχνει ότι θα μπορούσαν πιο εύκολα οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου να συνεννοηθούν για να βρουν λύσεις και διεξόδους απέναντι στην πολυετή κρίση, παρά να εντοπίσουν ζητήματα αντιπαράθεσης που να αγγίζουν πραγματικά και σε μεγάλο βαθμό την κοινωνία. Αυτό αποδείχθηκε και στην πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή για τη Δικαιοσύνη. Αποκαλύψεις υποσχέθηκαν και οι δύο βασικοί αντίπαλοι, έφθασαν να κονταροχτυπιούνται μέχρι τις 3 το πρωί στη Βουλή, όμως από όλο αυτό έμειναν 2-3 ατάκες και τίποτα παραπάνω, ούτε καν ένα «φανταχτερό» πρωτοσέλιδο. Η κοινωνία είχε πάει ήδη για ύπνο από νωρίς…
Βασίλης Μπαλάφας
Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο new-Deal.gr στις 6/4/2016
Χρονικά απέχουμε από το δημοψήφισμα κάτι λιγότερο από δέκα μήνες και από τις εκλογές μόλις 7 μήνες. Τα χρονικά διαστήματα αυτά, ενώ στην πραγματικότητα είναι πολύ μικρά, φαντάζουν πλέον πολύ μεγαλύτερα υπό τη λογική του συμπιεσμένου πολιτικού και των πυκνών γεγονότων που περιέχουν.
Από την υπογραφή του πρώτου μνημονίου και μετά, η πολιτική χρονολωρίδα στην Ελλάδα έχει έτσι και αλλιώς αποκτήσει διαφορετικό τρόπο κατάτμησης και τοποθέτησης οροσήμων, που ναι μεν δεν απέχουν πολύ μεταξύ τους, όμως περικλείουν σύνθετα πολιτικά φαινόμενα που ενίοτε έχουν και αυτοτελή χαρακτηριστικά. Τα κόμματα βέβαια συμμετέχουν σε αυτή τη λογική καθώς οι συμπεριφορές και οι θέσεις τους μεταβάλλονται καθοριστικά πριν και μετά από αυτά τα ορόσημα.
Για παράδειγμα, έχουμε το ΠΑΣΟΚ πριν το Καστελόριζο και μετά από αυτό, μια καθοριστική τομή σχετικά με τη συνολική συνειδητοποίηση του δημοσιονομικού ζητήματος και της κρίσης χρέους της χώρας. Έχουμε τη ΝΔ πριν το πρώτο μεσοπρόθεσμο και μετά από αυτό, επίσης μια σημαντική τομή ως προς ένα μεγάλο κομματικό πυλώνα του πολιτικού μας συστήματος. Έχουμε το ΣΥΡΙΖΑ πριν το δημοψήφισμα και μετά από αυτό, σε μια ίσως από τις πιο δραματικές μεταβολές πολιτικών θέσεων που έχουν παρατηρηθεί στη σύγχρονη πολιτική Ιστορία της χώρας, κυρίως γιατί επρόκειτο για αλλαγή πολιτικής συμπεριφοράς στον πυρήνα του ιδεολογικού περιεχομένου ενός κόμματος και μάλιστα της Αριστεράς.
Θα μπορούσε κανείς να σταχυολογήσει πλήθος άλλων τομών που θα είχε τη δυνατότητα να μελετήσει είτε αυτόνομα, είτε ως παράγωγα των παραπάνω. Η ουσία είναι ότι μετά το 2010, οι πρωταγωνιστές του πολιτικού συστήματος έχουν παρουσιάσει οβιδιακές μεταμορφώσεις και ελάχιστα μπορούν πλέον να επικαλεστούν ως «άγκυρες» στην πολιτική τους τροχιά. Κορυφογραμμή αυτών των μεταβολών αποτελεί βέβαια η μεταβολή των εκλογικών ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, ενός κόμματος που από το 4,6 % του Οκτωβρίου του 2009, έφθασε το 35,4 % το Σεπτέμβριο του 2015, μετά από 4 εκλογικές αναμετρήσεις (χωρίς το δημοψήφισμα), εκ των οποίων είχε κερδίσει μόλις μια προηγούμενη, με ποσοστό 36,3 %, τον Ιανουάριο του 2015.
Οι βασικοί πόλοι της πολιτικής αντιπαράθεσης μετά από όλο αυτό το διάστημα είναι πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ, με τη δεύτερη να έχει σταθεροποιηθεί μετά τους τριγμούς που προκλήθηκαν από τις δικές της μεταμορφώσεις και να βρίσκεται πια σε περίοδο μιας ευρύτερης αναδιάταξης με βασική της – ίσως – εκκρεμότητα την τελική της «αυτοτοποθέτηση» μεταξύ Κέντρου και Δεξιάς, σε μια αναζήτηση που μόνη της επαναφέρει συνεχώς και έχει πια αρχίσει να θυμίζει την εικόνα του σκύλου που με μανία κυνηγάει την ουρά του. Η συζήτηση, που επίσης συντηρείται από την ίδια, σχετικά με την ενσωμάτωση ή μη, στελεχών από το χώρο του ΠΑΣΟΚ, ή της διαβόητης «ομάδος Σημίτη», δεν βοηθά τα πράγματα, παρά προσθέτει πολυπλοκότητα καθώς στην παραπάνω εικόνα με το σκύλο, μάλλον βάζει στο παιχνίδι και τη γάτα, την οποία ματαίως ο σκύλος προσπαθεί να κυνηγήσει ταυτοχρόνως με την ουρά του.
Από την άλλη πλευρά ο ΣΥΡΙΖΑ, που πρόλαβε κιόλας να δημιουργήσει ένα παράγωγο στο πολιτικό σύστημα μετά τη δική του μεταστροφή, τη ΛΑΕ, παλεύει ακόμα – επίσης μάταια – να ευθυγραμμίσει τις θέσεις του πριν και μετά το δημοψήφισμα. Συνδυάζοντας αυτό το γεγονός με την επιθυμία που δείχνει να λάβει «ηγεμονική» θέση στο χώρο της Κεντροαριστεράς, γίνεται εύκολα κατανοητή η δυσχέρεια του εγχειρήματος. Αν προσθέσουμε και την αναπόφευκτη κυβερνητική φθορά, τότε η πολυπλοκότητα και για το κόμμα αυτό αυξάνεται δραματικά τόσο από πλευράς διακηρυγμένων κομματικών θέσεων όσο και από πλευράς διαχείρισης ενός καταφανώς μπερδεμένου ακροατηρίου.
Για το ΠΟΤΑΜΙ, την Ένωση Κεντρώων και τη Δημοκρατική Συμπαράταξη (ΠΑΣΟΚ/ΔΗΜΑΡ) τα πράγματα είναι πολύ νεφελώδη για να μπορέσουν να λάβουν αποφασιστικά μέρος στη γενικότερη αντιπαράθεση. Γιατί όσο συντηρείται «ψυχολογικά», είτε το ενδεχόμενο μιας κυβερνητικής σύμπραξης με τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε η θεωρία της μεγαλύτερης ιδεολογικής συγγένειας μαζί του (αποκορύφωμα η αίτηση ένταξης της Ε.Κ. στη Σοσιαλιστική Διεθνή), τόσο μειώνεται η ισχύς μιας ουσιαστικής αντιπαράθεσης ή μιας αμφισβήτησης της «ηγεμονίας» του στο «χώρο», που έτσι και αλλιώς είναι και καταγεγραμμένη με όρους εκλογικής δύναμης.
Από όσα αναφέρθηκαν, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι εντός του συνόλου του πολιτικού συστήματος και ειδικά σε επίπεδο Κοινοβουλίου, η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ κινείται με προνομιακούς όρους στο πεδίο της αντιπαράθεσης, ακόμα και επί του συνόλου των κομματικών σχηματισμών, ως μετάφραση των πολιτικοϊδεολογικών συσχετισμών.
Αν μετακινηθούμε στο επίπεδο των πολιτικών επιχειρημάτων, και εκεί ο Τσίπρας ως Πρωθυπουργός, παρουσιάζει πλεονέκτημα και ας φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο. Ο αντιπολιτευτικός λόγος της Αξιωματικής Αντιπολιτευσης παρότι έχει πληθώρα επιχειρημάτων, μπορεί να συμπεριλάβει αμέτρητα παραδείγματα αντιφάσεων και διαψευσμένων προσδοκιών, παρότι στοιχειοθετείται με πλήθος αναντιστοιχιών της Κυβέρνησης, δεν δείχνει να μπορεί να πείσει την κοινωνία και κυρίως εκείνους τους διαμορφωτές ή παραγωγούς γνώμης που θα τον απογειώσουν και θα τον κάνουν κοινό τόπο κοινωνικά, έτσι ώστε να μπορεί να μεταφραστεί σε αδιαμφισβήτητα πλειοψηφικό εκλογικό ρεύμα.
Εντοπίζω τα αίτια του φαινομένου αυτού σε ορισμένους κρίσιμους παράγοντες. Πρώτον, έχουν ξεχάσει πολλοί την προεκλογική περίοδο των εκλογών του Ιανουαρίου του 2015. Έχουν ξεχάσει ότι τότε, παρά την ακατάσχετη υποσχεσιολογία του Τσίπρα, ο κόσμος «δεν έτρωγε σανό» – όπως αρέσκονται να λένε πολλοί – αλλά του ζητούσε να κάνει από τα δέκα που έλεγε, έστω το ένα. Ήταν δηλαδή ήδη πολύ χαμηλά ο πήχης των προσδοκιών του εκλογικού σώματος. Και τολμώ να πω ότι όσο περισσότερα υποσχόταν ο ΣΥΡΙΖΑ, τόσο έπεφτε αυτός ο πήχης. Και αυτό ήταν ήδη προεκλογικά μια διαμορφωμένη σύμβαση, αποτέλεσμα της όλης πορείας της χώρας από το 2010 και μετά.
Δεύτερον, η ΝΔ είχε περάσει ήδη στη φάση της δικής της «κρίσης ειλικρίνειας», επιλέγοντας όμως ισοπεδωτικές αναφορές με όρους κοινωνικών, επαγγελματικών και οικονομικών κατατμήσεων. Είχε δηλαδή επιλέξει να «εξαιρεί» κρίσιμες μάζες του πληθυσμού στην εκφορά του λόγου της και η ρητορική της σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπέρασε τα όρια του «ελιτισμού» λειτουργώντας στρεβλωτικά ακόμα και για εκείνους που ενστερνίζονταν αυτή την τακτική. Διότι μοιραία, κάποιος μπορεί να αρέσκεται στο να αποτελεί τον μη εξαιρούμενο, όταν όμως βλέπει ότι το σύνολο των «εξαιρούμενων» όλο και αυξάνεται, ακόμα και υποσυνείδητα μπαίνει στη διαδικασία να σκεφτεί ότι ίσως να είναι ο επόμενος που θα εξαιρεθεί αφού έγινε με τέτοια ευκολία για τους προηγούμενους.
Τρίτον, και αυτό φάνηκε πρόσφατα, η ΝΔ παλεύει με τον Τσίπρα εκτός των «προνομιακών» του χώρων, καταλήγοντας σε άσφαιρες βολές. Δείτε για παράδειγμα, ότι ενώ για τη «Μακεδονία» του Μουζάλα ο Τσίπρας πέρασε εύκολα τον κάβο, στην περίπτωση του Jan Fabre η αναδίπλωση ήταν άμεση και άτακτη. Διότι εκεί αγγίχτηκε ένας χώρος που αποτελεί «ιερή περιοχή» για τον Τσίπρα και στον οποίο απολαμβάνει σημαντικής υπεροχής.
Όσο λοιπόν η Αξιωματική Αντιπολίτευση δεν κινείται σε προνομιακούς χώρους για τον Τσίπρα, δύσκολα θα έχει αποτελέσματα, ή τουλάχιστον θα τα έχει αργά και με περιορισμένη εμβέλεια. Θεωρώ ότι ακόμα και όταν γίνει κατανοητός ο ορυμαγδός των νέων μέτρων, πάλι ο Τσίπρας θα έχει το προβάδισμα στο πεδίο της αντιπαράθεσης με τους «ιερούς χώρους» του εκτός συζήτησης.
Αν κανείς διαβάζοντας αυτό το κείμενο σκεφτεί ότι η τακτική της ΝΔ πρέπει να μιμηθεί τον ΣΥΡΙΖΑ, έχει λάθος. Η ΝΔ πρέπει να ασκήσει αντιπολίτευση διαπερνώντας όμως όλους τους «προνομιακούς χώρους» του ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκοντας μέσα σε αυτούς τα στοιχεία που ταιριάζουν με τις δικές της θεμελιώδεις θέσεις και αναδεικνύοντας το «άλλο», όχι κόντρα και στείρα στη ρητορική της Κυβέρνησης, αλλά διαφορετικά σε σχέση με αυτή. Γιατί, για παράδειγμα, φιλελεύθερος δεν είναι μόνο ο «επενδυτής» ή ο «επιχειρηματίας» (που μπορούν κάλλιστα να γίνουν Αριστεροί αν αυτό επιτάσσουν τα συμφέροντά τους). Γιατί κοινωνικά ευαίσθητος δεν είναι μόνο ο Κεντροαριστερός, αλλά και ο φιλελεύθερος που πιστεύει και επιζητά την κοινωνική πρόνοια. Γιατί «νοικοκύρης» δεν είναι μόνο ο επαγγελματίας που τα φέρνει δύσκολα βόλτα, αλλά και ο εργαζόμενος και ο υπάλληλος και ο μισθωτός που επιλέγει να κόψει δαπάνες προκειμένου να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του.
Εδώ πια τίθεται όμως και ένα άλλο παράλληλο ζήτημα ως παρατήρηση. Ότι πλέον αναζητούνται με περισσότερη δυσκολία οι διαφορές απ’ ότι οι ομοιότητες. Η μεγάλη εικόνα δείχνει ότι θα μπορούσαν πιο εύκολα οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου να συνεννοηθούν για να βρουν λύσεις και διεξόδους απέναντι στην πολυετή κρίση, παρά να εντοπίσουν ζητήματα αντιπαράθεσης που να αγγίζουν πραγματικά και σε μεγάλο βαθμό την κοινωνία. Αυτό αποδείχθηκε και στην πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή για τη Δικαιοσύνη. Αποκαλύψεις υποσχέθηκαν και οι δύο βασικοί αντίπαλοι, έφθασαν να κονταροχτυπιούνται μέχρι τις 3 το πρωί στη Βουλή, όμως από όλο αυτό έμειναν 2-3 ατάκες και τίποτα παραπάνω, ούτε καν ένα «φανταχτερό» πρωτοσέλιδο. Η κοινωνία είχε πάει ήδη για ύπνο από νωρίς…
Βασίλης Μπαλάφας
Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο new-Deal.gr στις 6/4/2016